- πενθοῦν
- πενθέωbewailpres part act masc voc sg (attic epic doric)πενθέωbewailpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βιτσάρης, Ιωάννης — (Αθήνα 1843 – 1892). Γλύπτης. Όπως και πολλοί άλλοι ομότεχνοί του, πήρε τα πρώτα μαθήματα μαρμαρογλυφίας στο εργαστήριο των αδελφών Φυτάλη στην Αθήνα. Από το 1860 έως το 1864 σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών του Πολυτεχνείου με καθηγητή τον Ιωάννη … Dictionary of Greek
αλληλοπενθείς — ἀλληλοπενθεῖς, οι (Μ) αυτοί που πενθούν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του τ. *ἀλληλοπενθὴς < ἀλληλο * + πενθής < πένθος] … Dictionary of Greek
μακαρίτης — ο, θηλ. μακαρίτισσα (AM μακαρίτης, θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας) 1. αυτός που βρήκε τη μακαριότητα με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα τής ζωής 2. μακάριος, ευτυχής νεοελλ. παροιμ. «στις εννιά τού μακαρίτη μπήκε… … Dictionary of Greek